αφροπλασμένος

αφροπλασμένος
-η, -ο
1. (για γλυκά) πλασμένος ώστε να φαίνεται αφρώδης
2. (για το ανθρώπινο σώμα) αυτός που μοιάζει σαν να έχει πλαστεί από αφρό, αβρός, απαλός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αφρόπλαστος — αφρόπλαστος, η, ο και αφροπλασμένος, η, ο ο πλασμένος από αφρό, ο εξαιρετικά αφράτος: Η κοπέλα ήταν τόσο όμορφη κι αφράτη που δίκαια την έλεγαν αφροπλασμένη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”